-
1 поперечный
εγκάρσιος, κάθετος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поперечный
-
2 поперечныЙ
попереч||ныЙприл ἐγκάρσιος:\поперечныЙный брус ἡ τραβέρσα, τό διάπηγμα, ἡ διαδοκίς· ◊ каждый встречный и \поперечныЙный разг ὁ πρώτος τυχών, ὀποιος τύχει. -
3 поперечный
επ.1. εγκάρσιος• κάθετος.2. ενάντιος, αντίθετος, αντιλέγων, αντιφρονών.εκφρ.- ая пила – πριόνι εγκάρσιας τομής. -
4 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
5 фонарь
ο φανός, η λυχνία, разг. το φανάριклотиковый - мор. εφίστιος -носовой якорный - мор. πλωριός - άγκυραςстояночный мор. - αγκυροβολιάςтоповый задний мор. - του πρυμναίου ιστούтоповый передний мор. - άνω πλωραίου ιστούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фонарь